- πρίνινος
- -ίνη, -ον, Α1. κατασκευασμένος από πρίνο, πουρναρένιος2. μτφ. δυνατός και τραχύς, όπως ο πρίνος («Ἀχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι», Αριστοφ.)3. φρ. «μύκητες πρίνινοι» — μανιτάρια που φύονται στις ρίζες τών πρίνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.